Σεισμός Θεσσαλονίκης
Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Όλα ήταν διαφορετικά τότε. Ακόμα και οι εποχές. Αυτοπροσδιοριζόντουσαν με εντολή της φύσης. Ο διαχωρισμός τους ήταν ξεκάθαρος. Ήταν Ιούνης και ήταν καλοκαίρι, είχε ζέστη ακόμα και τα βράδια, οι βροχές περιορισμένες. Περιμέναμε ένα μπουρίνι να ρίξει τη θερμοκρασία καθώς μετά φυσούσε ο ευλογημένος Βαρδάρης. Η καλοκαιρινή ραστώνη πήρε τη θέση των εγνοιών των προηγούμενων εποχών. Για μας τα παιδιά, είχε ήδη ξεκινήσει ένα ατελείωτο παιχνίδι καθώς ο Σεπτέμβρης φαινόταν τόσο μακρυά.
Ο Ιούνης όμως του ΄78 έμελε να χαράξει βαθιές μνήμες. Σε όλους τους Θεσσαλονικείς και τους ελάχιστους τότε επισκέπτες της πόλης. Ήταν περίπου έντεκα το βράδυ, όλη η οικογένεια στο πόδι, άλλος τηλεόραση, η μαμά όρθια στο νεροχύτη να πλένει πιάτα και εγώ να περιφέρομαι στο σπίτι μέχρι εξαντλήσεως, μέχρι να με πιάσει ο ύπνος. Λίγα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να αλλάξουν τη μοίρα αυτής της πόλης, ήταν αρκετά για να χάσουμε ένα κομμάτι της παιδικότητάς μας.
Μέσα σε πόσο χρόνο και με πιο τρόπο βρεθήκαμε στους δρόμους, ούτε που το θυμάμαι. Δε ξεχνώ όμως ποτέ τις φωνές, τα κλάματα, τον πανικό. Πρώτη φορά έβλεπα όλους τους κατοίκους της γειτονιάς στο δρόμο και τότε μάλλον συνειδητοποίησα το πληθυσμιακό μέγεθος της Θεσσαλονίκης.
Όλοι όσοι είχαν αυτοκίνητα ξεχύθηκαν στους δρόμους προσπαθώντας να την εγκαταλείψουν. Στο δικό μας αμάξι, εφτά άτομα στριμωγμένα, (πήραμε και τρεις συγγενείς μαζί μας), μετρούσαμε και τα δευτερόλεπτα για να φτάσουμε στην Φλώρινα. Δε τα καταφέραμε. Κολλήσαμε στην Εγνατία και ο μπαμπάς έκρινε ότι ήταν πιο ασφαλές να γυρίσουμε στη γειτονιά μέχρι να ξημερώσει. Μα είχε τόσα αυτοκίνητα αυτή η πόλη;;
Με ελάχιστες ώρες ύπνου, κάτω στο χώμα με μια κουβέρτα, σε ένα, από τα πολλά ακόμα προς ανέγερση, οικόπεδο, με τη γη να τρέμει συνεχώς, για μια στιγμή αισθάνθηκα ενήλικας. Ένιωσα την αγωνία για την τύχη συγγενών και φίλων με τους οποίους ήταν αδύνατο να επικοινωνήσουμε και ας έμεναν σε διπλανή γειτονιά.
Η 21η του Ιούνη ξημέρωσε διαφορετική. Για την πόλη, για τον καθένα από εμάς χωριστά. Όσοι (από τους τολμηρούς;;) δεν την εγκατέλειψαν, την μετέτρεψαν, μέσα σε ένα καλοκαίρι, σε μια απέραντη γειτονιά με τα αυθεντικά χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής. Της αλληλεγγύης, της συμπόνοιας, της άμεσης ανθρώπινης επαφής.